- ανάπιασμα
- και ανέπιασμα, το1. έναρξη κάποιου έργου, αρχίνισμα2. δυσφήμηση, κακολογία3. ο άξιος κακολογίας, πρόσωπο που κακολογείται, περίγελος τού κόσμου4. ανάκριση κάποιου για ανακάλυψη τών μυστικών του με πλάγιο τρόπο5. (για ζώα) ο χρήσιμος για αναπαραγωγή6. τέκνο, παιδί7. φρ. «διαόλου ανάπιασμα» (για πολύ ζωηρό παιδί) διαβολόπαιδο, διαβολόσπορος.
Dictionary of Greek. 2013.