ανάπιασμα

ανάπιασμα
και ανέπιασμα, το
1. έναρξη κάποιου έργου, αρχίνισμα
2. δυσφήμηση, κακολογία
3. ο άξιος κακολογίας, πρόσωπο που κακολογείται, περίγελος τού κόσμου
4. ανάκριση κάποιου για ανακάλυψη τών μυστικών του με πλάγιο τρόπο
5. (για ζώα) ο χρήσιμος για αναπαραγωγή
6. τέκνο, παιδί
7. φρ. «διαόλου ανάπιασμα» (για πολύ ζωηρό παιδί) διαβολόπαιδο, διαβολόσπορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανάπιασμα — το, ατος 1. το να αρχίζει κανείς μια δουλειά: Το ανάπιασμα της ζύμης κράτησε κάμποση ώρα. 2. κακολογία, κουτσομπολιό: Με το φέρσιμό του είχε γίνει το ανάπιασμα της γειτονιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάπιαση — και ανέπιαση, η το ανάπιασμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”